δανεικός

δανεικός
-ή και -ιά, -ό (Μ δανεικός, -ή, -όν) [δάνειο]
αυτός τον οποίο δανείζει ή δανείζεται κάποιος
νεοελλ.
1. εκείνος που ανήκει σε άλλον
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δανεικά
χρήματα τα οποία έχει δανείσει ή δανειστεί κάποιος
3. επίρρ. δανεικά
με δάνειο, με υποχρέωση επιστροφής
4. παροιμ. α) «δανεικά ρούχα ζεστασιά δεν πιάνουν» — όποιος βασίζεται σε ξένα πράγματα δεν μπορεί να είναι βέβαιος για το αποτέλεσμα
β) «δυο φορές μεθάει το δανεικό κρασί» — όταν τό πίνει κι όταν έρθει η ώρα να τό πληρώσει κάποιος
γ) «δανεικά ξύνονται οι γαϊδάροι» — για ασήμαντους ανθρώπους που επαινούν ο ένας τον άλλον
δ) «που δειπνά δανεικά ταχιά θα πεινάσει» — δεν μπορεί κανείς να στηρίζεται στη φροντίδα τών άλλων
5. φρ. «δανεικά κι αγύριστα» — για όσους δεν επιστρέφουν ό,τι έχουν δανειστεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δανεικός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που δόθηκε για δάνειο ή προέρχεται από δάνειο: Πολλοί λένε πως ποτέ δεν δίνουν δανεικό το αυτοκίνητό τους. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., δανεικά το χρέος: Δε γίνεται να ζεις με δανεικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… …   Dictionary of Greek

  • δάνειος — ο (AM δάνειος, ον) 1. ο δανεικός, με επιστροφή 2. ξένος τον οποίο παρουσιάζει κάποιος ως δικό του νεοελλ. (γλωσσολ.) «δάνεια γλωσσικά στοιχεία» όσα έχουν ληφθεί από ξένες γλώσσες …   Dictionary of Greek

  • δανειακός — ή, ό (AM δανειακός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δάνειο νεοελλ. όποιος διεξάγεται με δάνεια («δανειακή πολιτική») μσν. 1. δανεικός 2. επίρρ. δανειακῶς δανεικά, με δάνειο …   Dictionary of Greek

  • δανεικολογούμαι — και δανεικολογιέμαι δανείζομαι συχνά, καλύπτω τις ανάγκες μου με δάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δανεικός + λογώ (πρβλ. δροσολογούμαι, παντρολογιέμαι, τσιμπολογώ)] …   Dictionary of Greek

  • δάνειος — α, ο ο δανεικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”